- ποντάρισμα
- το, -ατοςη πράξη του ποντάρω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποντάρισμα — το, Ν [ποντάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ποντάρω … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
κρουπιέρης — και κρουπιέ, ο υπάλληλος χαρτοπαικτικής λέσχης που επιβλέπει το ποντάρισμα τών παικτών, μοιράζει τα κέρδη στους παίκτες και συγκεντρώνει τα χρήματα τού πάγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croupier < γαλλ. croupe «νώτα, οπίσθια ίππου»] … Dictionary of Greek
πόντα — (I) η, Ν μικρό κυλινδρικό στέλεχος που καταλήγει σε ακίδα και χρησιμοποιείται για το σημάδεμα, το λεγόμενο ποντάρισμα, τής θέσης στην οποία πρέπει να διατρηθεί ή να υποστεί κατεργασία με τον τόρνο ένα μεταλλικό αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
ρελάνς — η, Ν 1. (σε χαρτοπαίγνιο) μεγαλύτερο και, συνήθως, διπλάσιο ποντάρισμα χρηματικού ποσού από εκείνο που ποντάρει ο αντίπαλος 2. μτφ. η εκ νέου εμφάνιση ιδέας ή σχεδίου που είχε υποβαθμιστεί ή ατονίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. relance «νέα ώθηση» (< … Dictionary of Greek